- σαμβυκιστής
- σαμβυκ-ιστής, οῦ, ὁ,A player on the σαμβύκη, Euph. ap. Ath.4.182e:— fem. [suff] σαμβυκ-ίστρια, Philem.44.5, Plu.Cleom.35, Ant.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμβυκιστής — ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
σαμβυκιστρίας — σαμβῡκιστρίᾱς , σαμβυκιστής player on the fem acc pl σαμβῡκιστρίᾱς , σαμβυκιστής player on the fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκιστάς — σαμβῡκιστά̱ς , σαμβυκιστής player on the masc acc pl σαμβῡκιστά̱ς , σαμβυκιστής player on the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστρια — η, ΝΑ βλ. σαμβυκιστής … Dictionary of Greek
σαμβυκισταί — σαμβῡκισταί , σαμβυκιστής player on the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκιστρίαις — σαμβῡκιστρίαις , σαμβυκιστής player on the fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστριαι — σαμβῡκίστριαι , σαμβυκιστής player on the fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστριαν — σαμβῡκίστριαν , σαμβυκιστής player on the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)